- βοοζύγιον
- -ου τό N 2 0-0-0-0-1=1 Sir 26,7ox yoke; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
βοοζύγιον — βοοζύγιον, το (Α) ο ζυγός των βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + ζυγόν ή ζυγός] … Dictionary of Greek
βοοζύγιον — ox yoke neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek